αργότατα

αργότατα
επίρρ. муз. лентиссимо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αργότατα" в других словарях:

  • ἀργότατα — ἀργός 1 shining adverbial superl ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc superl pl ἀ̱ργότατα , ἀργός 2 not working the ground adverbial superl ἀ̱ργότατα , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc superl pl ἀ̱ργότατα , ἀργός 2 not working the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργότατ' — ἀργότατα , ἀργός 1 shining adverbial superl ἀργότατα , ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc superl pl ἀργότατε , ἀργός 1 shining masc voc superl sg ἀργόταται , ἀργός 1 shining fem nom/voc superl pl ἀ̱ργότατα , ἀργός 2 not working the ground adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»